πονόλαιμος

πονόλαιμος
ο боль в горле

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πονόλαιμος" в других словарях:

  • πονόλαιμος — ο, Ν πόνος τού λαιμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + λαιμός, κατ αντιστροφή τού λαιμόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος λαιμού (πρβλ. πονο κέφαλος)] …   Dictionary of Greek

  • πονόλαιμος — ο πόνος στο λαιμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαιμόπονος — ο πόνος στον λαιμό, πονόλαιμος …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • λαιμόπονος — ο πόνος του λαιμού, πονόλαιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»